- αριστοτεχνία
- η (Μ ἀριστοτεχνία) [αριστοτέχνης]η άριστη τέχνη, η έξοχη ικανότητα, η δεξιοτεχνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αριστοτεχνικός — ή, ό αυτός που δημιουργήθηκε ή επιτελέστηκε με άριστη τέχνη, ο τέλειος από καλλιτεχνική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστοτεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
μαεστρία — η 1. το γνώρισμα τού μαέστρου, τού διευθυντή ορχήστρας 2. συνεκδ. μεγάλη δεξιοτεχνία, αριστοτεχνία, μεγάλη ικανότητα, ιδίως στις καλές τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maestria] … Dictionary of Greek